- βρέξη
- η (Α βρέξις) [βρέχω]βρέξιμο, ύγρανση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρέξῃ — βρέξηι , βρέξις a wetting fem dat sg (epic) βρέχω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg βρέχω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέξηι — βρέξις a wetting fem dat sg (epic) βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) aor subj mid 2nd sg βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg βρέξῃ , βρέχω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek